πολυφαγίας

πολυφαγίας
πολυφαγίᾱς , πολυφαγία
excess in eating
fem acc pl
πολυφαγίᾱς , πολυφαγία
excess in eating
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • НИКОН —    • Nicon,          Νίκων,        1. писатель средней или новой комедии;        2. учитель Секста Фабия, автор сочинения περὶ πολυφαγίας;        3. архитектор и геометр, отец Галена, живший во 2 в. от Р. X.;        4. один молодой тарентинец,… …   Реальный словарь классических древностей

  • HECATONCHIROS — i. e. Centimanus, Briarei, sive Aegaeonis epitheton. Vide Plutarch. περὶ πολυφαγίας …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ …   Dictionary of Greek

  • αδηφαγία — Θεά της πολυφαγίας στην αρχαία Σικελία, όπου υπήρχε και ναός της. Η Α. ήταν μια γυναίκα με μεγάλη κοιλιά, που πλησίαζε το ένα χέρι γεμάτο φαγητά προς το στόμα, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το άλλο χέρι για να πάρει κι άλλα. Κοντά της στεκόταν συνήθως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”